Ποσειδαῶνος

Ποσειδαῶνος
Ποσειδᾱῶνος , Ποσειδῶν
masc gen sg (epic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • Ποσειδάωνος — Ποσειδεών masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Chersias — (Ancient Greek: Χερσίας) of Orchomenus (fl. late 7th c. BCE) was an archaic Greek epic poet whose work is all but lost today.[1] Plutarch presents Chersias as an interlocutor in the Banquet of the Seven Sages, making him a contemporary of… …   Wikipedia

  • PROTEUS — Deus marinus, Neptuni et Phoenices fil. teste Tzetze hist. 44. Chil. 2. qui in Pharo Alexandriae habitavit, Toronenque ex Aegypto in Phlegram Pallenes profectus uxorem duxit, ex qua filios suscepit Tmylum ac Telegonum, de quibus Eurip. in Hecuba …   Hofmann J. Lexicon universale

  • έναντα — ἔναντα (Α) επίρρ. με γεν. ή δοτ. 1. απέναντι, αντίκρυ, κατά πρόσωπο («ἔναντα Ποσειδάωνος ἄνακτος ἵστατ Ἀπόλλων», Ομ. Ιλ.) 2. κατά τον Ησύχ. «φανερῶς» …   Dictionary of Greek

  • ίππαρχος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Αθηναίος άρχοντας (; – 514 π.Χ.). Ήταν γιος του Πεισίστρατου και νεότερος αδελφός του Ιππία, μαζί με τον οποίο, μετά τον θάνατο του πατέρα τους (528 π.Χ.), ανέλαβε την εξουσία στην Αθήνα. Ο Ί. βρισκόταν στο προσκήνιο… …   Dictionary of Greek

  • αλωή — ἀλωή, η (Α) (επικός και μεταγενέστερος τύπος ἀλωά, πρβλ. αττ. τύπο ἅλως) 1. το αλώνι 2. έκταση φυτεμένη με αμπέλια, αμπελώνας 3. οποιαδήποτε καλλιεργημένη έκταση, κήπος, φυτεία 4. φωτεινός κύκλος γύρω από τον ήλιο ή το φεγγάρι, «άλως», «αλώνι» 5 …   Dictionary of Greek

  • ενιπή — ἐνιπή, η (Α) 1. επίπληξη, επιτίμηση, παρατήρηση, κατσάδα («αἰδεσθεὶς βασιλῆος ἐνιπήν», Ομ. Οδ.) 2. ύβρις, λοιδορία, χλευασμός, εμπαιγμός («ἐπίσχετε θυμὸν ἐνιπῆς», συγκρατείστε την ψυχή σας από τον χλευασμό, Ομ. Οδ.) 3. οργή («ἐνιπαὶ ἀθανάτων»,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”